κατάμακρα

κατάμακρα
επίρρ. παρά πολύ μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -μακρα (< -μακρος < μακρός), πρβλ. από-μακρα, ξέ-μακρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατάμακρα — επίρρ., πάρα πολύ μακριά: Είναι κατάμακρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”